- ἐναπόθεσις
- ἐναπόθεσιςdepositingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναπόθεση — η (Α ἐναπόθεσις) η απόθεση σ έναν τόπο, εναποθήκευση, συσσώρευση, κατάθεση νεοελλ. οι γεώδεις ύλες και τα άλατα που κάθονται πάνω στην εσωτερική επιφάνεια τού ατμολέβητα … Dictionary of Greek